Δευτέρα

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ, 1974



1

ο χώρος
με σύνορα προκαθορισμένα


από φωτιά κραυγή αναστέναγμα
και μη-με λησμόνει

παθητικός παραμένει στων ειδών τα περάσματα



φίλε μου


ανοιγοκλείνει χωρίς αντίσταση να προβάλει
στη δύναμη στο χρόνο
ο χώρος έχει πόρους και μυστικά περάσματα
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ταπ ταπ τις σταγόνες

ταπ ταπ οι σταγόνες δραπετεύουν
διαρροή πληθυσμού και πιζάμες
σταυρωμένες στα μπαλκόνια πολύ
χρωμες μονό
χρωμες
κίτρινο οικογενειακό συμβούλιο
πράσινο οικονομικό συμβούλιο
θαλασσί οικουμενικό συμβούλιο

αυγουλωτά γαυγίσματα
σε λιποθυμισμένες πλάκες
τα βήματά τους


καλημέρα στεριά


ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ
το τραγούδι σου ανέμελα να σφυρίζεις
με τα χέρια στις τσέπες

φίλε μου

το τραγούδι σου φύλαξε στις άδειες τσέπες

2

χρωματιστά χταπόδια αγκαλιάζονται
υγρά και καθαρά -αγκαλιάζονται-
αλλαγές στα σχήματα στα χρώματα

-υγρά και καθαρά-
ίδια η γιορτή του νερού στα σώματα
γοργώ
σθενώ
ευρυάλη ανίσχυρες


στην αυλή οι κότες τινάζονται χωρίς κεφάλι

κι ο τοίχος μεσημέριασε
στα τατουάζ τα μονό
χρωμα τα μονό
χρωμα

σαν πηδάς τη φωτιά - σκοπεύω
μάζευε τα πόδια σου - τα χέρια
μάζευε δύναμη - σκοπεύω
τίναζε το κορμί ψηλά - την καρδιά
σκοπεύω




οι χορευτές στο πανηγύρι με τα πόδια στον αέρα
το μαντήλι- στο χέρι
ωπ

το μαντήλι στο χέρι δεσμός κι ανάμνηση
η αστραπή
κυνηγάει το δέντρο
το άοπλο

κι ο μελλοθάνατος
το μαντήλι στα μάτια δεσμός κι ανάμνηση
και μη – με - λησμονεί

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ

ο χώρος παθητικός παραμένει στων ειδών τα περάσματα
χωρίς γιορτή ο ερχομός ο μισεμός χωρίς φιλιά


φίλε μου

τις βαριές φύλαξε νύχτες στις άδειες τσέπες

3

Δεν είχαμε ειδήσεις απ τους ναύτες μας
γι αυτούς μιλώ
που σκαρφάλωσαν στο κατάρτι
να σιάξουν το πανί τον καιρό εκείνο
-τ άσπρο πανί-

σ αγαπώ – τίποτ’ άλλο - ποτέ - πάντοτε - κάποτε

Οι λέξεις τα μεσάνυχτα φορούν παλτό
καλοκουμπωμένο -μαύρο παλτό-

κι είπε η φωνή ζητώ συγγνώμη
φορώ τα γυαλιά
τα μαύρα γυαλιά τα μεσάνυχτα


ωχ! οι ναύτες με τρύπιο παντελόνι
χωρίς πουκάμισο
με τον αέρα στα μαλλιά
με το κατάρτι αγκαλιά

οι ναύτες με τα δάχτυλα ευκίνητα στον αέρα

Τι αναστάτωση!

Να σφυρίζεις το τραγούδι σου
σ ένα κατάρτι
να σφυρίζεις το τραγούδι σου
από σκισμένα χείλια
να φεύγει το τραγούδι σου
να φεύγει το αίμα σου
να πυκνώνει το χώρο
η μουσική

να σφυρίζει ο αέρας - να τραγουδά το στόμα σου
να τρίζει, το ξύλο - ν αρμενίζει το μάτι σου

σ αγαπώ – τίποτ’ άλλο - ποτέ- τίποτα - πάντοτε
πάντοτε
πάντοτε
χωρίς ζώνη στη μέση
χωρίς μαντήλι στο χέρι
χωρίς μαντήλι στα μάτια
χωρίς παλτό
χωρίς γυαλιά
-καθαρά και υγρά και ατέλειωτα –

ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ

ο χώρος
παθητικός παραμένει στων ειδών τα περάσματα

κι η αγκαλιά του - κατόπιν αιτήσεως
κι η αγκαλιά του - μαντρότοιχοι συμπαγείς
κι η αγκαλιά του - σπασμένα μπουκάλια
κι η αγκαλιά του - μπηγμένα στο τσιμέντο
κι η αγκαλιά του - σταυρωμένα μάτια
και πόνος οξύς


επιστολές

στα τηλεφωνικά-σύρματα
κατοικούν φαντάσματα

"ΕΙΜΑΙ" επιμένουν "καλά..,"
"ΕΧΩ τροφή νερό πέτρινο τάφο··."


είπα να σου γράψω

Καλημέρα

1

στο δρόμο
η αρρώστια
παράφωνα τραγουδά
πατριωτικά εμβατήρια

δανεισμένα από καιρούς πιο παλιούς

με μια σημαία επικεφαλής ν ανεβαίνει ή να πέφτει
ανάλογα με τη μέρα

κανένας άνθρωπος
μονάχα πατριωτικά εμβατήρια
και όργανα συναχωμένα

ζώα αιματίσια που και που σέρνουν ξοπίσω τους
τρύπια τενεκέδια που κροτούν τις ίδιες νότες
κι εδώ στο υπόγειο
ο αναμμένος γλόμπος γυμνός ταλαντεύεται
να φτάσει ένα ρούχο να σκεπαστεί

προεξοχές παντού
εξοχές από παιδικά όνειρα γράφουν κύκλους σκιάς
στο υπόγειο

η αρρώστια μουρμουρίζει
πατριωτικά εμβατήρια
με μισή αναπνοή

σάπια σωθικά επιδεικνύονται
στο τραπέζι τής ανατομίας

στις γωνιές αρκουδίζουν των φοιτητών τα μάτια
κι ο πόθος τους - πυρετός σε στενό κρεβάτι
κι η σιωπή τους - νάρθηκας από σκληρό ύφασμα
κι η ομιλία τους - μικρές κομμένες λέξεις
σε παραμιλητό


"μην π α τ ά τ ε τη Χ λ ό η τη Χ λ ό η μην "

2

η φωνή
μέσα από κάθετες ευθείες
χαραγμένες από χέρι άτρεμο
μισακούγεται
μισοσβήνει
μισοδυναμώνει σα χαλασμένη μνήμη


όση ώρα
ενώνουμε τα σκόρπια κομμάτια
από σπασμένες σφραγίδες
μέσα στις κάθετες ευθείες
εκεί που ο ουρανός
μισοφαίνεται
μισοχάνεται,
μισοπλησιάζει

ενώ το φως λιγοστό ζυμώνει τα όνειρο
με φωτιά και βροχή

.//.

Πίσω απ τ όνειρο
ο σκοπός τα σκαλοπάτια ανεβαίνει

τα μαρμάρινα

όλο και πιο γρήγορα
λυγίζοντας τις ευθείες σε κύκλους
μέσα στο αίμα που πυρώθηκε για την τελετή

στον πολύγραφο
ο σκοπός πιο γρήγορα πάντα πιο γρήγορα
πολλαπλασιάζεται
πριν μοιραστεί στις πέτρινες συνοικίες
με τη δεμένη ποδιά γύρω στη μέση
τόσο απαραίτητη
για τις αργές κινήσεις της θλίψης
όταν οι μικροί ήλιοι χάνονται στη στροφή

άλλη φωνή παγιδευμένη από βουνά
επαναλαμβάνεται
καλώντας το απερίσκεπτο πρόβατο

την ίδια ώρα που ο σκοπός
τα σκαλοπάτια τα μαρμάρινα
ανεβαίνει
όλο και πιο γρήγορα

.//.

ΕΠΩΝΥΜΟ
μια ευθεία χαραγμένη
στο πάνω σκαλί
χωρίς περιττές προεκτάσεις

ΟΝΟΜΑ
και χωρίς στολίδια περιττά
όπως ξίφος ή σπαθί ή περικεφαλαία


ΟΝΟΜΑ ΠΑΤΡΟΣ
μέσα από πρόσωπα νεκρών
υψώνεται
τόση όση απαιτεί ο χώρος

ΟΝΟΜΑ ΜΗΤΡΟΣ
ευθεία ξεκομμένη από αντικείμενα
ευθεία πλευράς η βάσης

ΟΝΟΜΑ ΣΥΖΥΓΟΥ
διαμορφωμένη με εργασία αέρα και φως

ΤΟ ΓΕΝΟΣ
πάνω από ερείπια
παλιών σπιτιών

ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΤΗΝ
μια ίδια μέρα

ΕΙΣ
σ ένα κύκλο νυχτωμένων ζαρκαδιών

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
με μια τσάντα πάνινη
για λιγοστό ψωμί

ΑΝΑΣΤΗΜΑ
με μια σπαθιά βαθιά
μέσα απ το ρούχο

ΣΧΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
και μια φωνή βρεμένη ως το κόκαλο
από συχνή βροχή μεσ απ τα φύλλα

ΧΡΩΜΑ ΟΦΘΑΛΜΩΝ
αστραπή από φως πυρωμένο

ΥΠΗΚΟΟΤΗΣ
πίσω από τρίξιμο κλαδιών ξερών

ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ
βροντές βαθιές

ΔΗΜΟΤΗΣ
με μια αναμμένη δάδα στο ένα χέρι
και στ άλλο δύο φωλιές πουλιών

ΤΕΚΝΑ
σάρκα γυμνή και υγρή
από βροχή η θάλασσα

ΤΕΚΝΑ
με υπόκρουση αρμονική
για νέους δρόμους

ΤΕΚΝΑ
για νέους σταθμούς
ρυθμό το ρυθμό

ΤΕΚΝΑ
σε μια σταγόνα ιδρωμένου βογκητού

ΤΕΚΝΑ
για νέα τραγούδια ρυθμό το ρυθμό

ενώ το φως λιγοστό ζυμώνει τ όνειρο
με φωτιά και βροχή


3

χώρος για δύο άτομα
κι η σιωπή
γεύση από βελονιασμένο καπνό
σε χωματένια αυλή

πάντα
τα τελευταία λίγα λεπτά

και τώρα
ο δίσκος αχεί τελειώσει στο πικάπ
κι ένα γρατζούνισμα ατό χώρο επίμονο
της βελόνας που καλεί τ αυλάκι

στο τραπέζι με τις αιτήσεις κάνει κρύο
ο γραμματέας λείπει
κι είναι κι εκείνες οι ενημερωτικές συζητήσεις
- πού σε μπερδεύουν -

για κάτι που πρέπει ν ανακτηθεί

ως το σούρουπο δουλέψαμε
ως το σούρουπο της ζωής μας σκέψη και πράξη
- πράξη και σκέψη
δεν τελειώσαμε ποτέ τους εαυτούς μας

πότε η στέγη έφταιγε
πότε η πόρτα έτριζε
πότε τα παράθυρα έμπαζαν τη μπόρα

κι οι πέτρες φθείρονταν - βάζαμε άλλες
πότε έγερνε - και τον στυλώναμε
πότε έπεφτε - τον ξαναχτίζαμε


ως το σούρουπο δουλέψαμε
ως το σούρουπο τής ζωής μας
μ αταίριαχτα υλικά

4

έτσι που έβρεχε
πρώιμες μυγδαλιές τινάζονταν στην φωνή μας
καθώς ο αγέρας περνούσε κατά διαστήματα
την ώρα που θάβαμε βαθιά τους νεκρούς

κι εκείνη έπαιζε ασταμάτητα τα κλειδιά
στην επιστροφή
πως κάτι δικό της τάχα την περίμενε

κι έτσι που έβρεχε

και στενός ο ορίζοντας κάτω απ τα στέγαστρα
σαν φράση παρηγοριάς πολυφορεμένη


κι έτσι που έβρεχε

και φορτωμένη εκείνη της φωνής μας το τρέμουλο
προχώρησε καταμεσής του δρόμου
με το χέρι υψωμένο κόντρα στη βροχή

Ε, ψιτ ταξί

έμοιαζε τόσο το ναυαγό
που το κεφάλι του είδαμε τρεις φορές να προβάλει
πάνω απ τα κύματα
με το χέρι υψωμένο κόντρα στο θάνατο


Ε, ψιτ ταξί

ύστερα χάθηκε μέσα στο νερό -της βροχής άραγε; -
κρατώντας πάντα τα κλειδιά υποθέτω

5

για το παντού βλέμμα κινήσαμε
μέσα σ αρχαία πρωινά και σούρουπα
με την κραυγή κρατημένη στο λογιστήρια
για ταμπέλα και τιμή

η αρρώστια τραγουδά πατριωτικά εμβατήρια πατέρα
μια φορά μονάχα είπα ψέματα πατέρα
και μούσπασες δυο δόντια τόσο μικρά πατέρα
κι έμαθα να λέω αλήθεια πατέρα
και μούσπασαν όλα τα υπόλοιπα δόντια
τόσο μεγάλα πατέρα
για να μου μάθουν να λέω ψέματα πατέρα
κι είπες
να είσαι περήφανη που γεννήθηκες ΑΝΘΡΩΠΟΣ πατέρα

όταν εσύ θέλεις να φτύσεις που φτύνεις; πατέρα
μπηγμένες πινακίδες παντού
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ

δεν ένοιωσες εσύ ποτέ την ανάγκη να φτύσεις; πατέρα

6

- που ν ακουμπήσεις το βλέμμα σου να ξεκουραστεί ; -

λεπιασμένα μονοπάτια βγαίνουν περίπολο
τις ώρες του συνωστισμού
όταν χοντρές κυρίες παζαρεύουν την υπομονή μας

λασπωμένα χωράφια τραμπαλίζονται
μια πάνω και μια κάτω τις ώρες της σχόλης
όταν χοντροί κύριοι ανακάθονται
εξετάζοντας με προσοχή τα παρακείμενα πτώματα


- που ν ακουμπήσεις το βλέμμα σου να ξεκουραστεί;

ποτάμια με σφαγμένους μαστούς μ άσπρο αίμα
τρέφουν αναίσχυντα άγονα ξύλα από παλιά ναυάγια

δεμάτια κίτρινα αλλοφροσύνης ανασυντάσσονται ελεύθερα
όσο ελεύθερα βέβαια επιτρέπουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
_που είναι διαρκώς παρόντα -


αλλόφυλοι και μη συνουσιάζονται ελευθέρα
αλληλοσπαράζονται ελεύθερα
αλληλοβοηθούνται ελευθέρα
αλληλοακρωτηριάζονται ελεύθερα
αλληλομισαύνται ελεύθερα
και περιθάλπονται ελεύθερα
από ισχνούς προσκόπους

- που ν ακουμπήσεις το βλέμμα σου να ξεκουραστεί; -

πελεκημένα
νικημένα βουνά
με χνούδιασμα έφηβου
ή άντρα δασύτριχου αγριάδα
μέσα σε περήφανη σιωπή περνούν

κι ο κάτοικος αφήνεται να κατοικεί
με τις φωνητικές χορδές χειρουργημένες


η λογική
με πλαστικό σωσίβιο περασμένο στο λαιμό
καταμετρά τα φάρμακα στο κομοδίνο
πίσω από τις άσπρες πλάτες των γιατρών


κι οι σκοπευτές γεμίζουν τα όπλα...

- που ν ακουμπήσεις τ0 βλέμμα σου να ξεκουραστεί; -

7

με τον καιρό μερώσαμε τo πάθος της νυχτερινής ώρας
η ταμπέλα στο τραίνο είναι σαφής

" ΜΗ ΒΓΑΖΕΤΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΠ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ "

θα σε δω στο χωριό πριν ξημερώσει

ως τότε θα επιδέσω τα τραύματα
και θα μοιράσω κουβέρτες
σ αυτούς που έβγαλαν το κεφάλι
απ το παράθυρο

θα σε δω στο χωριό πριν ξημερώσει
με μια καλαμένια φλογέρα
στις αποσκευές μου θαρθώ


εκεί που υπάρχουν νερά
στο δικό τους πήγαινε
δέντρα οπωροφόρα
και λέξεις

πού αφέθηκαν στη σκουριά

εκεί που υπάρχουν πεζούλια πέτρινα
με χαραγμένα αρχικά
και θάλασσες με απολεσθέντα


εκεί που τα ρολόγια έδειχναν μεσημέρι
για μια αιωνιότητα

θαρθώ

μεσάνυχτα
οι έγνοιες βρήκαν μαξιλάρια και σκεπάσματα

θα ξυπνήσουν το πρωί
καληνύχτα
Free Hit Counters