Κυριακή

Λ όπως ΛΑΡΙΣΑ Ποιητική Σύνθεση, 2008




















Πρόλογος

Κάποιοι ακόμα ονειρεύονται
Ταξιδεύουμε μέσα στο χρόνο
και μέσα σ αυτή την πόλη που μεγαλώνει
κάθε μέρα μαζί μας

Ταξιδεύουμε αγαπώντας τον πλησίον
όπως μας δίδαξαν
καλώς ή κακώς
είτε αυτός μας πληγώνει
προβάλλοντας έναν άθλιο εαυτούλη
τροχοπέδη στο δρόμο μας
είτε κρατώντας ανοιχτές τις πύλες
της καθημερινής συναλλαγής
ενώ η Άνοιξη τραβά το δρόμο της
στο φως του λιγωμένου ήλιου
με παντός είδους εκδηλώσεις
δώρο στις εποχές που έρχονται
μη μας προφτάσει η παλίρροια των καιρών

Σημείο αναφοράς το Αρχαίο Θέατρο
Τα χέρια μας αμήχανα ψηλαφίζουν τα μάρμαρα

Σημείο αναφοράς η πόλη μας


Βλέπαμε πάντα το ποτάμι
                        να χύνεται στον ουρανό

Σημείο αναφοράς η χώρα μας

Εκ γενετής Έλληνες δηλώνουμε περήφανοι
Εκ γενετής περήφανοι δηλώνουμε Έλληνες

Ανιχνεύουμε τη μετάλλαξή μας σε Ευρωπαίους πολίτες

Διαδηλώνουμε
κρατώντας την ψυχή μας αναμμένο κερί
επίμονα αντίθετοι στην όποια αδικία

Η φωνή μας αναβοσβήνει ασταμάτητα

Φάροι στην ξηρά όσοι ανοίγουν δρόμο
Αργά - αργά λιχνίζουμε την ανάσα του σούρουπου
ν ακολουθήσουμε τη μουσική της αρχικής ιδέας
Μη σπαταλήσεις την οργή σε λάθος καταστάσεις
Υπάρχει ακόμα
το φεγγάρι
να φωτίζει στο παράθυρο
διαλύοντας
το σκοτάδι
Υπάρχει
το μυστικό σου όπλο
που θα χτυπήσει
τα σήμαντρα
όταν έρθει η στιγμή

Για την ώρα
σφίξε
στην αγκαλιά σου
την πόλη σου
και άντεξε τους κραδασμούς σου


Το σίγουρο είναι
ότι κάποιοι ακόμα ονειρεύονται
όταν δεν έχουν ύπνο

                                                 ***
ΕΝΑ

Επειδή
υπάρχει αδυναμία ανθρώπινη
                                                 ένα κενό

           μια έκφραση παράξενη
κι εσύ τριγυρνάς
με μια αδυναμία ανθρώπινη
                                                ένα κενό
         μια έκφραση παράξενη
η νύχτα αξημέρωτη
κόβει βόλτες πάνω - κάτω
ανήσυχη

Αναριγά το δάπεδο
                             γιατί
                                  ωριμάζεις
                                            συνοδεία ονείρων
                                            κι η εποχή
             σκεπασμένη με κουβέρτα
μετράει τα υπολείμματα – της σιωπής

                           Όταν σβήνει το χαμόγελο
                           τα θηρία εισέρχονται
                           στις σπηλιές

Κοιτάζω με τα χείλη σφιγμένα
Πόλη βυθισμένη στην ανάσα του Αίολου
με τα αμείλικτα κτίρια να της δένουν το πόδι

                                       Παίζει κρυφτό στο Φρούριο ο Σοφοκλής
                                       Παριστάνεται το δράμα του «Λαρισαίαι»

                                       Κουβεντιάσαμε πολύ
                                                   στο Αρχαίο Θέατρο
                                                             μπροστά σε παιδιά
                                                                                    αμίλητα

ΔΥΟ

Οδός Αιόλου
στη Λάρισα
- όπως κι αλλού –
με πυκνή βροχή
και καινούρια αποθέματα
Ανάσα μου

                                   Λοιπόν,
                                   με βλέπεις τώρα;
                                   Ζήτησέ μου
                                   το αρχικο γράμμα
                                   Λ όπως Λάρισα
                                                          Σ έχω δει σε λιακάδα
                                                          να προχωρείς
                                                         διέξοδος και ποταμός
Ποταμός να λουστεί η Νύμφη
που καίγεται
καθώς η πόλη
καίγεται συθέμελα
«και πυρ θέλει καταφάει τη σάρκα αυτής»

Σ έχω δει να πετάς αδιάβροχος
σ εποχές βροχών και θλίψης
Να σβήνεις με φωτιές
τα οικογενειακά πορτρέτα
σε είδα
                                     Σε είδα να προχωρείς διέξοδος και ποταμός
                                     Σε είδα να διδάσκεις σοφία σε σιωπηλά παιδιά
                                                                       Μη φοβάσαι
                                                                       Μη φοβάσαι
                                                    Γυάλινοι καημοί
                       κρατούν τα άνθη στο όνειρο
αγάπη μου

ΤΡΙΑ

Αναρωτιέμαι κατά πόσο οι άγγελοι
                       μνημονεύουν τη λάβα
                       στη βασιλεία των ουρανών
                                              και κατά πόσο οι λαβύρινθοι
                                                                       ευδοκιμούν στη μοναξιά

Σου προβάλλω το Λάμδα
παιδί του Λάμεδ του Φοίνικα
που το φωνάζουν βούκεντρο
                                  και Λάμδα όπως Λάρισα
                                              που βάφει τα χείλη κόκκινα
                                                                   κάθε που δύει ο ήλιος
Τα άλογα
μένουν ακίνητα
για προτομές

 Παρατηρούν
τη δοκιμασία
της μνήμης

Στήνουν αυτί
στο ρήγμα
και
στην παράβαση
 
                                                            Ποιο άτι
                                                            Ποιο μάτι
                                                            αντρίκιο
                                                            θα διασχίσει
                                                            τον κάμπο
                                                            να σε βρει
                                                            για να δανείσεις
                                                            ΦΩΣ
                                                            στη νύχτα
                                                            που θάρθει

ΤΕΣΣΕΡΑ

Μουσκεμένα φύλλα από διάφανα νερά
                      δέχονται ικεσίες από στεγνά αγκάθια
                            εγγύηση για το ταξίδι σου στο λίβα του μεσημεριού

Θα λάμψεις σήμερα
μέσα από τα σύννεφα

Θα φλυαρήσουν οι δρόμοι
με τις δάφνες και τους νικητές

Τα χιλιάδες φωτεινά σου είδωλα
                                        μυρώνουν τα υπόγεια
                                        δροσίζουν τις δεντροστοιχίες
                              ν ανθίσει ο κάμπος ομορφιά
                      να πάθουν οι άντρες
            κι οι γυναίκες να ζηλέψουν
το σκάσιμο του άστρου στο μέτωπο

"Άνοιξε" λέει "τα μάτια σου
ο Φίλων ο φιλόσοφος
ο ιστορικός Πολύκλειτος
κι ο Αναξίλαος ο νεοπυθαγόρειος
                                τραγουδούν στα πόδια σου
                                φέρνοντας το μέλλον στο παρελθόν
                                και το παρόν στο μέλλον"

Το Αλκαζάρ παραμένει πανέτοιμο


ΠΕΝΤΕ

Φτάνει
      Φτάνει
      Τα νερά ανοίγουν χιλιάδες βλέφαρα
      Λικνίζεται η κόρη απαράλλαχτη θεά
      Τινάζει το κεφάλι στον καθρέφτη
                  Εξετάζει τη φύση
                     Χαμογελά
                    Αναδύεται
Κορίτσια και αγόρια ακολουθούν τρέμοντας τρυφερά από έρωτα

Πως τινάζεται η μάνα
          με τον ύπνο ακόμα αγκαλιά
                                             και θυμάται
να υψώνονται πάνω από το τζάκι τα λόγια των φίλων
για νεογέννητα μωρά στα πάρκα της πόλης
για την αρμύρα της θάλασσας
του Αγιόκαμπου

Για την τελευταία σκέψη που ξεβράζει την ομορφιά
Για την τελευταία Σιωπή
           που παγώνει το δάκρυ 



Η μορφή μου στη φωτογραφία
            κρατάει ακόμα
το χαμόγελό μου
σεμνό



ΕΞΙ

Ν ανοίξει η μέρα
Ν ανοίξει η αυλαία


 




Φυσάει φιλάρεσκα
στον Όλυμπο






Ανθίζει η ζωή
στον Κίσαβο
















Με όψη υγείας
μεγαλώνει
η Λάρισα
χαϊδεμένη
από θνητούς
και
αθάνατους



Η Νύμφη
πλέκει τις ώρες
                  αθέατη
          με Δελφικό χρησμό
          για τον Αλεύα τον Πυρρό
                   για τους Ταγούς αέναα
        για μας που ενεδρεύουμε αλοιφή
για τους τριγμούς της μέρας

Ποιητές τρυπούν τα σύννεφα για τα βεγγαλικά
                             Απολιθώνονται κάποτε            
Διηγούνται σκηνές από το έργο
της Δευτέρα Παρουσίας

ΕΠΤΑ

Πρώτη σκηνή:
Πουλί γρήγορο στον ουρανό που ήσουνα
         Αγιόκλημα με κάποιο φέγγος της αυγής
                                                 προς το ξημέρωμα

Ζουμ στην πυγολαμπίδα που ξεχάστηκε
κι απόμεινε να φωτίζει το γιασεμί

Κάτασπρο μάγουλο
περιορισμένης ευθύνης

Αίσθηση από άρωμα και οπτασία
στην κορυφή της προσμονής
το απροσδόκητο
               με τη μορφή χεριού
ελευθερώνει το γυμνό στήθος της κόρης

Πλούσιοι ξεχειλίζουν οι θησαυροί
και λάμπει υπερκόσμια η αυγή και πάλι

Παίζει το δικό της το παιχνίδι
η μοναξιά των δέντρων αγάπη μου

Ε, λοιπόν, ναι

Η μάγισσα περπατάει στα νερά του Πηνειού
                   – όπως σου τάλεγα –
ελέγχοντας τις όχθες

Απαράλλαχτη λάμψη
Εικόνα ελληνική και άφθαρτη

Παραμένει νομοταγής

ΟΧΤΩ

Ανεβαίνει ο πυρετός
Η Νύχτα κλωσάει την Άγια Στιγμή
Την Άγια Ώρα

Βυζαίνει την ιστορία η πόλη
Κεντάει τους θεριστάδες
του μεσημεριού
με το τσίπουρο και το σκορδάρι
η πόλη

Ανηφορίζει την έγνοια και τη ζήλια η γειτονοπούλα

Μοιράζει η πολιτεία επιδόματα
Κι εμείς με την κιθάρα παραμάσκαλα
για ένα ξενύχτι αλλιώτικο
περασμένο στις χορδές
να σφενδονίζουμε
τα ροζ σκιρτήματα του παραμυθιού
στις απέναντι ψευδαισθήσεις

Μοσχοβολάς
Με ποιόν να μοιραστώ τον κόμπο του ιδρώτα στο πρόσωπό σου;

Κόρη του Πελασγού
που γυρίζεις το πρόσωπο στο φεγγάρι
να φωτιστείς

Φως η ίδια και αστέρι

ΕΝΝΕΑ

Αρκετά τις είδαμε
τις τόσες μεταμφιέσεις

Άμεμπτος περνάει ο καιρός

Σ ακολουθώ και σχολιάζω τ αναρριχόμενα
Κάθε πρωί κινδυνεύει το χαμόγελο να σβήσει
να στεγνώσει πια η υγρασία του Λάμδα
να μπερδευτεί η μνήμη στο σκοινάκι που παίζει
η πεντάχρονη

Σκουπίζει τα πόδια στα θαύματα
ενώ η Νύχτα εγκυμονεί τη λατρεία των πιστών

Ερώτημα πρώτο: Μ αγαπάς;
Ερώτημα δεύτερο: Θα μείνουμε
ή θα φύγουμε;
Ερώτημα τρίτο: Τι κάνουμε αύριο;

Λάγνες σιωπές
απαντούν
όπως πάντα
 
 
ΔΕΚΑ
 
Η Νύμφη Λάρισα
είναι ΑΣΤΕΡΙ
Υπογράφει
ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ 
 
 
 
 
 

ΕΝΤΕΚΑ

 Ο κάμπος
της Λάρισας
ψαλιδίζει
το μουστάκι του
δίπλα
στο ποτάμι

Αστράφτει χαμόγελα

Ζεσταίνει
ο ήλιος
το καταμεσήμερο

Η λεύκα
ανυψώνεται
πάντα

Η Ειρήνη
ξύνει το μολύβι
και
υπογράφει
το αυτόγραφο

ΔΩΔΕΚΑ

Κατά τα άλλα
συστέλλομαι
και
διαστέλλομαι

Ουρανός
μαζί
και
γη

Αγορεύω συνήθως
«Πιστεύω» λέω
«Νομίζω» λέω

Όταν σιγήσει ο ήχος της φωνής
αρχίζω μοιρολόι

Ζωή
μαζί
και
θάνατος

Χωράω σ ένα αυτόγραφο:

"Από τη Λάρισα
                       Σε σένα
                           Με αγάπη"

ΔΕΚΑΤΡΙΑ

Συνεχίζεται η παρέλαση

Γι αυτό σου μιλώ

Γλείφουν λαίμαργα τη Γη τα παιδικά μάτια
Ήσουνα μαζί μου στον όλεθρο

Γι αυτό σου μιλώ

Βλέπω σημάδια
Μονόφθαλμους καημούς
γλάστρες με βασιλικό

Γι αυτό σου μιλώ

"Θεέ μου
τι θ απογίνω"
ακούγεται από πάνω
κι ύστερα αγαπημένη φωνή στο τηλέφωνο
Γι αυτό σου μιλώ

«Είσαι όμορφη» λέει
«Στάζει αίμα το χείλι σου» λέει
κι απ το παράθυρο πηδάει στο σπίτι
σαν κλέφτης
ο έρωτας

Γι αυτό σου μιλώ

Γιατί
χιλιάδες άγγελοι
κουβεντιάζουν
το μέλλον σου
Έλα μωρό μου
Θα με δεις
να γεννιέμαι
Θα σε δω
να γεννιέσαι 
Γι αυτό σου μιλώ

ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ

Η Λάρισα
ιππεύει ανήσυχη
σήμερα

Ανυψώνεται
με τα κόκκινα μαλλιά
φλόγες καπνίζουσες
καλώντας τα παιδιά της

Τα γαυγίσματα
του σκύλου
παντού
στον αέρα

Φωνάζουν «ήμαρτον»
οι φταίχτες
και σχεδιάζουν
την καινούρια παράβαση

"Θα ευφρανθείς"
της λένε οι κόλακες
"όταν έρθει ο καιρός"


Ύστερα
θα φορέσεις
στραβά
το καπέλο
με το διπλό
τριαντάφυλλο
και θ αφήσεις
το σώμα σου
στη γλώσσα
του επιφωνήματος
"για πάντα"

Η Λάρισα
εξατμίζει το δάκρυ
σήμερα

Στο
το χέρι
έχει ένα λεκέ
από
αυτόγραφο

ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ

Αχ, οι λέξεις
Οι λέξεις – κλειδιά
Η λέξη «Λάρισα»
Η λέξη “Los Angelles”

Τι να πρωτοθυμηθείς…
Σαν να μην έφτανε η αγωνία…
Σκορπίζομαι…
Καρφώνω
τη φωνή μου
στο δέντρο
σαν καρδιά
για να δεις
μέσα από μένα
την παπαρούνα
στον κάμπο


που μοιράζει
αυτόγραφα

                                                ΔΕΚΑΕΞΙ

Όταν
έγινε λόγος
για την ομορφιά σου
ο κάμπος
μπήκε στο δωμάτιο

Αργοκινήθηκαν
τα σπαρτά
να χαιρετίσουν









Η ταραχή
της κίνησης
ισοφάρισε
την αταραξία
του Ολύμπου








Όσο
για τον Κίσαβο
έκανε
πως δεν βλέπει






ΔΕΚΑΕΠΤΑ

Το χειροκρότημα
                 ακολούθησε
                          παρατεταμένο
Διασταυρωμένα
                βλέμματα
                     στην άμμο
                         του Πηνειού
               και στο Αρχαίο Θέατρο

Παιχνίδι μνήμης
               για τις Γκορτσιές
                               στο χωράφι
Υπογράφουν
οι Λεύκες
αυτόγραφα
πάνω στο κορμί
της Λάρισας

Ανασαίνω
το θαύμα



ΔΕΚΑΟΧΤΩ

Γιατί
είμαι η Λάρισα
και διαθλώ
τις αχτίδες σου
το Φθινόπωρο
και την Άνοιξη

Τα λογχίσματα
των ερώτων σου
μετατρέπω
σε πληγές

Γνωρίζω
τα μυστικά
του χρόνου
και της ίασης

Παγώνω
τα άλλοθι
για την κόλασή σου
              στην κατάψυξη
του Χειμώνα

Είμαι η Λάρισα
     και
     το Καλοκαίρι
     θα με βρεις στα παράλια

ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ

Το Καλοκαίρι
                   καίω
                   στο λιοπύρι
                       τα χειρόγραφα
                                  της νιότης σου
                                
                                  Γιατί γνωρίζω
                                  τα μυστικά
                                  του κάμπου
                                  και
                                 της καλαμιάς
                                 Τρεχούμενα νερά…
                                 Είμαι ωραία
                                 και μοιράζω
                                 αυτόγραφα

                                 κάθε Άνοιξη
ΕΙΚΟΣΙ

Θα γυρίσω
την πλάτη
στο μοναχικό
δάκρυ

Θ απλωθώ
          σταθερά
          στον τόπο μου

Θα κλείσω
           το δρόμο
                 γι αλλού

Οι οδηγοί
      θα βρίζουν
          κορνάροντας
                              επίμονα
Θα κάνουν
υποθέσεις
                    Θα ζητούν
                    εξηγήσεις
                                           Θα παίξουν
                                          το ρόλο τους
                     Τέλεια
Στο τέλος
της τρίτης πράξης
                  θα υποκλιθώ
Εγώ
η νύμφη Λάρισα
κόρη του Πελασγού
                       πανέμορφη
AYTOI
θα χειροκροτούν
                       επίμονα
Στο τέλος
θα ζητήσουν
αυτόγραφο

ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ

Η γνώση
έρχεται
από κει
που το χωράφι
δακρύζει
κι οι παραπόταμοι
πνίγουν τις σκέψεις

Ποτίζουν
τον αέρα
φορές εφτά
ν αρχίσει
το τραγούδι
ο Πηνειός                                     
Νερόχορτα οικοδομούν
στις όχθες
Τη νύχτα
ξυπνάει το παράπονο

Εκεί που η γη
συναντάει τ αστέρια
ΕΙΚΟΣΙ
ΔΥΟ                                                                                                 

Ξεκινάει
η παρέλαση

-όπως
το πρόβλεψες -

Κοιτάζουν
μπροστά
τα παιδικά
μάτια

Ήσουνα μαζί μου
στον όλεθρο
και στο θρίαμβο

Βλέπω τα σημάδια
         Μονόφθαλμοι καημοί
                  και γλάστρες με βασιλικό
                                                για βάλσαμο

Ακούγονται παντού τα:

«Θεέ μου
τι θ απογίνω»

κι ύστερα εσύ
-αγαπημένη φωνή-
στο τηλέφωνο

Λες : «Είσαι όμορφη»
«Θέλω να σε δω, τώρα»

Απ το παράθυρο
πηδάει στο χώρο μου
                      σαν κλέφτης
                      ο έρωτας                     
Μου κλείνει το μάτι
μου προσφέρει
αυτόγραφο

ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ

Μέσα στα χρώματα
                     των άστρων
                     και στα αυτόγραφα
           ανασυντάσσονται
τα ψυχοσάββατα

Ανατέλλει και δύει το δάκρυ
Τα νυν και αεί ασπίδα

                                    Ιπτάμενος ο ερχόμενος

                      Η Μεγάλη Νύχτα
                      θα έρθει στην ώρα της

Κι οι ταξιδιώτες

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ

Λαρισαίοι ποιητές
τρυπούν τα σύννεφα
για τα βεγγαλικά

Διηγούνται σκηνές
                        από το έργο
                              της Δευτέρας Παρουσίας
                 Απολιθώνονται κάποτε
          Αναρωτιέμαι
κατά πόσο οι άγγελοι
                μνημονεύουν τη λάβα
                             στη βασιλεία των ουρανών
                                            και κατά πόσο οι λαβύρινθοι
ευδοκιμούν στη μοναξιά

ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ

«Γυάλινος θόλος
                    προφητεία
και τεμάχιο χρυσού» Με γνωρίζεις;
Ανθολογείσαι συνεχώς στο δάκρυ μου
                                   ενώ υποδύομαι τη θάλασσα
                                  και κοροϊδεύω
                     όπως πάντα
τα φινιστρίνια
τους ένοχους θεατές
τη φολιδωτή πανοπλία των κριτών
                                 τις χαίτες των αφρόνων
την ωμοπλάτη του πολέμου
                     και την ευρυχωρία του ψεύδους
                     που προβάλει λαμπρό

Αχ Τι ωραία!

ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ

Άστρο μου
            Άστρο μου
                        Αστέρι μου
Τι γνωρίζεις
          από πάλη σώμα με σώμα
                          από Ελληνική Φουστανέλα
                                           και Μαραθώνιο πάθος;
Επιμένεις να αιωρείσαι
στον ιστό της αράχνης
αγνοώντας το χρόνο
το ρυθμό της ανάσας
το σπαρτάρισμα της μνήμης
και την κραυγή της Εκάβης
αλίμονο

Μ άγγιξες καπνός
σε μπλε βαθύ
και «αμήν» και «πότε»

ΕΙΚΟΣΙ ΕΠΤΑ


Το πρόσωπό σου χαλάσματα
                  να κρυφομιλάς κρυμμένος
                                                   τα βράδια
στο ραντεβού σου με τη Μοίρα
για τα αγέννητα παιδιά σου
Νυν και αεί

Με γνωρίζεις;
Φωνάζω στον ύπνο μου
Φοβάμαι

Προσπαθώ να καταλάβω το ΣΗΜΕΙΟ

Το τέλμα της κλασικής κοίτης
θα δώσει πίσω
                 ποτέ
τον ερωτύλο Μεγαλέξανδρο
                              στο ιερό της συλλατρείας;
                                       Ποιος σε ζωγράφισε
                     ερχόμενο σε πολιορκία
απόκοσμο συγγενή προφήτη
και πώς το λένε; Πώς το λένε; «Με το φιλί στο στόμα
ή με το μύθο του πραματευτή»;

Η ομορφιά σου

πλησιάζει την υπερβολή

Με αφομοιώνει

ΕΙΚΟΣΙ ΟΧΤΩ

Γνωρίζεις
       τα ύποπτα σημεία
                    του αισθηματία
                    που λαξεύουν τον ίσκιο
                                                  της μνήμης
                                να κρεμαστείς
                                και πάλι
         για να μαρκάρεις
το βοριά;

Βλαστημώ και τραβιέμαι
                  γυαλιστερή απόχη
                                       και ενοχή
                        που σφίγγει
          ρούχο στενό
τη Χώρα μου

Με γνωρίζεις; Υποδύομαι τον ωκεανό
                                            Ασωτία χορτάτη
               προωθώ το παιχνίδι
σε άλλη Ήπειρο


                                    Φοράω
                                    τη φλόγα μου
                                    βραδάκι
                                   στην αυλή
                                   με το μέλι
                                  τα χείλια
 
                    για σένα

ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΝΕΑ

Δαυλός πλησιάζει τα γεγονότα
και γυροφέρνει ανεμπόδιστα
το σεβαστό αεράκι του ρυθμού
στα σπασμένα ποτήρια
στο χώμα
στο ξεχασμένο ζεμπέκικο

Μα
φιλικό το φεγγάρι
            και οι μέρες ανοίγουν
                             ευχές γενεθλίων
                                       και κάρτες γιορτής

Δειλινό σε χαρτί περιτυλίγματος
                       Σχολιάζω το αρχαίο κείμενο
                           Σχολιάζω το ΣΗΜΕΙΟ της Μαρίας
                                                                   της Μαρίας μου
Δε φοβάμαι
Σ αγαπώ
ΤΡΙΑΝΤΑ

Που
καταντήσαμε
– που θάλεγες
κι εσύ –

Κεραυνοί
έκαψαν
τα σπαρτά

Το Ταμείο
έκλεισε
                               
Λάθη δεν αναγνωρίζονται
μετά την απομάκρυνσή σου
Και στο κάτω – κάτω πολύτοκες φωνές κι ανισόπεδος λόγος μεριμνούν
για την πάσα ερήμωση
Ανελεήμονες
Ασεβείς
Ξένοι
Ξε
Ξ

                                              Τι θυμάσαι από εφιάλτες
                                              Από ρομφαία δίστομη
                                              Και ποια μέρα

                                              άνοιξαν οι ουρανοί
                                              Και ποια νύχτα
                                                       κατέγραψαν οι νεκροί
                                                                             το βλέμμα σου
Πάνω σε ποια φτερούγα πλάγιασε το πουλί που λάβωσαν οι κυνηγοί

Μάτια μου
Προς τι η σιωπή
όταν ραγίζει η ώρα
–που θάλεγα κι εγώ- γυαλί!

ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΑ


Λουλούδια
στο νερό
Ερώτηση:
Ροή
προς τα πού;
-που θάλεγες
κι εσύ
αν δεν σφράγιζαν
από παντού
τη φωνή σου
επιστολή
ν ανοιχτεί κάποτε-

Γιατί οι ψαλμοί
του Κλήρου
μετράνε
το χώμα
στη χούφτα;
«Χους» και λοιπά
Ραγίζει το άσπρο
Γλιστράει
η μέρα στην όχθη

Ήχοι ποτηριών
και άλλοι ήχοι
κάποτε
Ελευθερία με ψηλά τακούνια ηχεί στις πλάκες

Δραπετεύεις ανάμεσα στα δάχτυλα
που σφίγγουν τα δικά μου
Στο άλλο χέρι η κάρμηλος
και χαραγμένες εντολές στο δέρμα
Ρεύμα και ρουφήχτρες

ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ

Κυλάει
τα δικά του
το ποτάμι

Κι εσύ
μεσοδρομίς
αλεξικέραυνο
ξαπλώθηκες
να γειωθείς
με θάνατο

Ερώτηση:
Ροή προς τα πού;
Δημοσιογράφοι
θα τρέξουν
να σε ρωτήσουν
Παιδιά θα τρέξουν
να σε ρωτήσουν

Θνητός δε θα μάθει την απάντηση

Τώρα μπορώ μπόρες μπορώ αλεξικέραυνο τώρα κεραυνούς μπορώ να κρατήσω στα χέρια μου αστραπές μπορώ λουλούδια ροές και ρίγη τώρα μπορώ το τέταρτο Ευαγγέλιο «εν αρχή ην ο λόγος…» μπορώ

Κυλιέται κατάχαμα η αχτίδα
Τυλίγει το πνεύμα σου
Σκαρφαλώνουν
τα σκαλιά
Να
τα σκαλιά
σκαρφαλώνουν
απ τη σάρκα στο πνεύμα σου

ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΡΙΑ

Ανυψώνεται η ψυχή σου στο φως

Και
κάτι
θέλησες
να μου πεις
με το στόμα σου μήλο

Ορδές θνητών
κάτω απ τα φρύδια

Το ποτάμι κυλάει ακόμα
Οι γωνίες των λυγμών θολώνουν
καθώς δέντρα καθρεφτίζονται στο νερό

Δάσος και πουλιά κι ο βυθός ένας ουρανός άλλος

Τώρα
μπορεί

να βρέξει
από κάτω
προς τα πάνω
Μπορεί

Πλησιάζει το φίδι
με μαύρη καλύπτρα

Μπορεί…

Λυγμοί και τύμπανα
Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση

(Τα ίδια λόγια κάθε που χωρίζαμε)





Free Hit Counters